σιτολογίᾳ

σιτολογίᾳ
σῑτολογίαι , σιτολογία
collecting of corn
fem nom/voc pl
σῑτολογίᾱͅ , σιτολογία
collecting of corn
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιτολογία — ἡ, Α [σιτολόγος] η συγκέντρωση σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, από στρατό σε ξένη χώρα …   Dictionary of Greek

  • σιτολογίας — σῑτολογίᾱς , σιτολογία collecting of corn fem acc pl σῑτολογίᾱς , σιτολογία collecting of corn fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эллинистический Египет — История Древнего Египта Додинастический период          00 · 0 …   Википедия

  • Египет Птолемеев — История Древнего Египта Додинастический период Династический период Раннее царство Древнее царство Первый переходный период Среднее царство Второй переходный период Новое царство Третий переходный период Позднее царство Персидский период… …   Википедия

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • σιτολόγιον — τὸ, Α [σιτολόγος] η σιτολογία …   Dictionary of Greek

  • σιτολογίαν — σῑτολογίᾱν , σιτολογία collecting of corn fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”